θαμβούμαι

θαμβούμαι
θαμβοῦμαι, -όομαι (AM) [θαμβός]
βλ. θαμπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλόγως σημασίας είτε < θάμβος είτε < θαμβός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θαμβοῦμαι — θαμβέω to be astounded pres ind mp 1st sg (attic epic doric) θαμβόομαι to be terrified pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • συνθαμβώ — έω, Α εκπλήττομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θαμβοῦμαι «εκπλήττομαι» (< θάμβος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”